δίκρουνον

δίκρουνον
δίκρουνος
with two springs
masc/fem acc sg
δίκρουνος
with two springs
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δίκρουνος — η, ο (AM δίκρουνος, ον) (για βρύσες ή αγγεία) αυτός που έχει δύο κρουνούς αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ δίκρουνον αγγείο με δύο χωρίσματα για δύο διαφορετικά κρασιά …   Dictionary of Greek

  • κελαρύζω — (Α κελαρύζω) (για τρεχούμενο νερό) κυλώ με μουρμουρητό, ηχώ τραγουδιστά, γαργαρίζω («τριγύρω εις την μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, όπου εκελάρυζε τα νερά της στ αυλάκια», Παπαδ.) αρχ. 1. ξεχύνομαι άφθονος, αναβλύζω 2. χύνω υγρό βγάζοντας ήχο… …   Dictionary of Greek

  • παρακατάγνυμι — Α θραύω, συντρίβω («ῥυτὸν δίκρουνον παρακατεαγὸς τοῡ χείλους», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”